- θητός
- θήςserfmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐπαραμύθητον — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem acc sg εὐπαραμύθητος easily appeased neut nom/voc/acc sg εὐπαραμύ̱θητον , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem acc sg εὐπαραμύ̱θητον , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαραμύθητος — easily appeased masc/fem nom sg εὐπαραμύ̱θητος , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποθητεύω — Α είμαι δούλος σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θητεύω «δουλεύω, εργάζομαι με μισθό» (< θής, θητός «εργάτης, δουλοπάροικος»)] … Dictionary of Greek
εὐπαραμυθήτους — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem acc pl εὐπαραμῡθήτους , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαραμύθητοι — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem nom/voc pl εὐπαραμύ̱θητοι , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύθητος — ἀμύ̱θητος , ἀμύθητος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)